Ανδρέας — I Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Προπάππους του Κλεισθένη από τη Σικυώνα. 2. Τύραννος της Σικυώνας. 3. Αθηναίος άρχοντας. 4. Γιος του ανδριαντοποιού Λύσιππου, ανδριαντοποιός και o ίδιος. 5. Μουσικός από την Κόρινθο. 6. Ιστορικός από την Πάνορμο της … Dictionary of Greek
Ἀνδρέας — Ἀνδρέᾱς , Ἀνδρέης masc acc pl Ἀνδρέᾱς , Ἀνδρέης masc nom sg (attic epic doric aeolic) Ἀνδρέᾱς , Ἀνδρεύς masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ανδρέας (άγιος) — Αδελφός του Αποστόλου Πέτρου και ένας από τους 12 Αποστόλους. Καταγόταν από τη Βηθεσδά της Γαλιλαίας (Ιω. 1,44) και ήταν μαθητής του Ιωάννη του Προδρόμου, πριν γίνει μαθητής του Χριστού (Ιω. 1,40 εξ.). Ονομάζεται Πρωτόκλητος,γιατί ήταν από τους… … Dictionary of Greek
Λασκαράτος, Ανδρέας — (Ληξούρι Κεφαλονιάς 1811 – 1901). Σατιρικός ποιητής και πεζογράφος. Ακολούθησε εγκύκλιες σπουδές στην Κέρκυρα και ένας από τους δασκάλους του ήταν ο Ανδρέας Κάλβος· στην ίδια πόλη γνώρισε τον Διονύσιο Σολωμό, στον οποίο και διάβαζε τα ποιήματά… … Dictionary of Greek
Παπανδρέου, Ανδρέας — (Χίος 1919 – Αθήνα 1996). Πολιτικός και οικονομολόγος. Σπούδασε νομικά στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας και οικονομικά στο Πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ. Ειδικεύτηκε στην οικονομική θεωρία και μέθοδο, βιομηχανική θεωρία και μέθοδο οικονομικής πολιτικής… … Dictionary of Greek
Συγγρός, Ανδρέας — Τραπεζίτης και εθνικός ευεργέτης (Κωνσταντινούπολη 1828 Αθήνα 1899). Γιος του γιατρού Γεωργιάδη Σ. από τη Χίο, φοίτησε στη σχολή του Θεόφιλου Καΐρη στην Άνδρο και έπειτα τελείωσε τις γυμνασιακές σπουδές του στην Ερμούπολη. Στη συνέχεια εργάστηκε… … Dictionary of Greek
Εμπειρίκος, Ανδρέας — (Βραΐλα Ρουμανίας 1901 – Αθήνα 1975). Ποιητής. Ήταν γιος του εφοπλιστή Λεωνίδα Εμπειρίκου (βλ. λ. Εμπειρίκος. Όνομα οικογένειας εφοπλιστών από την Άνδρο). Φοίτησε στη φιλοσοφική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, αλλά διέκοψε τις σπουδές του για να… … Dictionary of Greek
Καραντώνης, Ανδρέας — (Άνδρος 1910 – 1982). Λογοτέχνης. Φοίτησε στη νομική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, αλλά αφοσιώθηκε στη λογοτεχνία και ιδιαίτερα στην κριτική. Αρχικά εργάστηκε στο λογοτεχνικό παράρτημα της Μεγάλης Ελληνικής Εγκυκλοπαίδειας (1927 29), όπου… … Dictionary of Greek
Καρκαβίτσας, Ανδρέας — (Λεχαινά Ηλείας 1866 – Μαρούσι Αττικής 1922). Συγγραφέας. Ήταν στρατιωτικός γιατρός και έλαβε μέρος στο κίνημα του 1909, ενώ υπήρξε και ένας από τους ιδρυτές του Εκπαιδευτικού Ομίλου. Στους Βαλκανικούς πολέμους (1912 13) ακολούθησε τον στρατό ως… … Dictionary of Greek
Λεντάκης, Ανδρέας — (Αντίς Αμπέμπα, Αιθιοπία 1934 – 1997). Πολιτικός και συγγραφέας. Σπούδασε αρχαιολογία στη φιλοσοφική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Υπήρξε μέλος της γραμματείας της Νεολαίας Λαμπράκη, ένας από τους κύριους εμπνευστές και οργανωτές της Μαραθώνιας … Dictionary of Greek
Λόντος, Ανδρέας — (Βοστίτσα [σημερινό Αίγιο] 1785; – 1846). Αγωνιστής του 1821, πολιτικός και πρόκριτος της Boστίτσας. Έγινε γρήγορα γνωστός για τη συνετή διοίκηση της επαρχίας, όταν ανέλαβε τη θέση του πατέρα του, που είχε εγκατασταθεί προσωρινά στην Τρίπολη, ως… … Dictionary of Greek